- αεροκοπανιστής
- ο болтун, пустомеля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεροκοπανιστής — ο [αεροκοπανίζω] φλύαρος, αερολόγος, φαφλατάς … Dictionary of Greek
αεροκόπος — ο ο αεροκοπανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κόπος < κόπτω] … Dictionary of Greek